ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΔΕΚΑ ΗΜΕΡΕΣ, για την ακρίβεια πριν από εννέα ημέρες, ο Μαιγκρέ ήταν θρονιασμένος στη συνηθισμένη του θέση, στο καφέ Σεβάλ Μπλάν, στο Μένγκ συρ Λουάρ, κι έπαιζε μπιλότ. Δηλώνει τρίτη καλή στα ατού κι εκείνη τη στιγμή το γκαρσόν του αναγγέλλει ότι η κυρία Μαιγκρέ του ζητά να επιστρέψει στο σπίτι του, γιατί έχουν έναν επισκέπτη. Ο νεαρός Ζάν Μωρά πείθει τον επιθεωρητή να τον συνοδεύσει στη Νέα Υόρκη, γιατί ανησυχεί για τη ζωή του πατέρα του, του πάμπλουτου Τζών Μωρά, του Λίτλ Τζών, όπως τον αποκαλούν. Μόλις όμως το υπερωκεάνιο φτάνει στη Νέα Υόρκη ο νεαρός γίνεται άφαντος. Ο Μαιγκρέ κάθεται στο γραφείο του αστυνόμου Ο` Μπράιεν και σκέφτεται την πρώτη του συνάντηση με τον πανίσχυρο Μωρά. Ήταν περίεργο: δεν τον είχε δει παρά μόνο ελάχιστα. Η συνομιλία τους υπήρξε αρκετά κοινότοπη. Κι όμως ο επιθεωρητής διαπίστωνε ξαφνικά ότι ο Μωρά του έκανε μεγάλη εντύπωση. Τον ξανάβλεπε, μικρόσωμο κι αδύνατο, ντυμένο υπερβολικά άψογα. Το πρόσωπό του δεν είχε τίποτα που να τραβάει την προσοχή. Τι ήταν λοιπόν αυτό που έκανε τέτοια εντύπωση στον Μαιγκρέ; Κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να θυμηθεί, φέρνοντας στο νου του τις παραμικρότερες κινήσεις του μικροκαμωμένου, νευρικού και λιπόσαρκου άντρα. Και ξαφνικά θυμήθηκε το βλέμμα του, κυρίως το πρώτο του βλέμμα, όταν ο Μωρά δεν ήξερε ακόμη ότι τον παρατηρούσαν. Τα μάτια του Λίτλ Τζών ήταν ψυχρά! Τέσσερις ή πέντε φορές στη ζωή του είχε συναντήσει ο Μαιγκρέ άτομα που είχαν μάτια ψυχρά, αυτά τα μάτια που σε κοιτάζουν χωρίς να δημιουργούν καμία ανθρώπινη επαφή. Ο επιθεωρητής μιλούσε στον Μωρά για τον γιο του κι ο Λίτλ Τζών τον παρατηρούσε ψυχρά, χωρίς καμία συγκίνηση, όπως θα παρατηρούσε έναν λεκέ στον τοίχο. . .
Ο επιθεωρητής Μαιγκρέ, ο περίφημος ήρωας του ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ, αφήνει το Παρίσι και τη γαλλική επαρχία και βρίσκεται στη Νέα Υόρκη και τον κόσμο της. Ένα βιβλίο εξαίρεση στη μακριά σειρά μυθιστορημάτων του Σιμενόν.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]