Ήταν μια χαριτωμένη Ισπανιδούλα με καμπύλες τόσο επικίνδυνες όσο και οι καμπές του δρόμου για το Ακαπούλκο.
Ήρθε προς το μέρος μου και ήταν φανερό πως γύρευε τη συντροφιά μου. Μα εγώ δεν είχα καιρό για τέτοια παιχνίδια. Και της το είπα:
- Όλα αυτά είναι πολύ ευχάριστα, μικρούλα μου, αλλά αυτή τη στιγμή θέλω να σου κάνω μερικές ερωτήσεις. Κατάλαβες;
Μου χαμογέλασε. Χτύπησε τα χέρια της χαρούμενα και μου έκλεισε το μάτι. Ύστερα... ύστερα άρχισε να ξεκουμπώνει τη ρόμπα της.
- Στάσου, μικρή μου! Φώναξα. Δε με κατάλαβες. Νο κομπρέντε...
Αλίμονο! Η μικρή με είχε καταλάβει. Εκείνος που δεν είχε καταλάβει ήμουν εγώ. Κι όταν κατάλαβα, ήταν σχεδόν αργά...