Ο Μπέμπης διαβάζει. Είναι πεσμένος με τα μούτρα στο διάβασμα. Δεν κάνει τίποτε άλλο όλη μέρα παρά να διαβάζει. Και τι διαβάζει με τέτοια μανία; Τα μαθήματά του; Όχι! Θέλει να διαβάζει για ληστές, για συμμορίες, για ληστρικά κατορθώματα. Αγοράζει τέτοια βιβλία και λαϊκά περιοδικά, δανείζεται από τους φίλους του, ανόητους σαν και αυτόν και διαβάζει, διαβάζει, διαβάζει. Και όλο λέει με το νου του: «Τι ωραίο πράμα να είναι κανένας ληστής, αρχιληστής, λήσταρχος! Να έχει συμμορία, να λημεριάζει στα βουνά, να κάνει κλεφτοπόλεμο με τ’ αποσπάσματα και να μην πιάνεται ποτέ! Να ήμουνα κι εγώ. . .»
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]