Κάποιο κρύο πρωινό, μετά από σκληρό μεθύσι, ξύπνησε έχοντας σαν μόνη επιθυμία να ντυθεί με μαύρα βελούδινα ρούχα. Ο αρρωστημένος νους της γεννά εφιαλτικές εικόνες πνιγμένες στο φτηνό αλκοόλ, που θα την οδηγήσουν σε οδοιπορικό απόλυτης μοναξιάς. (...) Σκουριασμένοι παραπονεμένοι ήχοι φωτίζουν αμυδρά τη μαύρη της ψυχή, θυμίζοντάς της τη μεγάλη χαρά που κάποτε ένιωσε. Μέσα σε λίγες ώρες όλη της η ζωή περνά από σοκάκια σακατεμένων αισθήσεων κάνοντάς την να μονολογεί: «Κι εσύ μακριά μου να αγναντεύεις την πλήξη σου, να αναλογίζεσαι τις υστερίες σου, να αυνανίζεσαι δίχως σκοπό. Κάποτε ίσως πιάσω τον κρύο τοίχο· μόνο έτσι θα μπορέσω να σ` αγγίξω».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]