Από την πρώτη στη δεύτερη έκδοση, άνοιξη 1991- φθινόπωρο 2001
Όταν το 1986 συγκροτήσαμε την ομάδα μελέτης για τον Ελληνισμό στη Μαύρη Θάλασσα, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της πολιτιστικής εταιρείας `Πανόραμα`, είχαμε ως κύριο στόχο να φωτίσουμε τον ανεξερεύνητο ωκεανό πέρα από τις ψυχροπολεμικές συμπληγάδες, για να αποκτήσει ξανά υπόσταση αυτή η εσωτερική λεκάνη που, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, τη διάλυση των πολυεθνικών αυτοκρατοριών, την επανάσταση των μπολσεβίκων και τη μικρασιατική καταστροφή, είχε βουλιάξει στα βάθη της απαγορευμένης συλλογικής μνήμης. Θέλαμε να ξαναβρούμε τους οικείους τόπους, τα μνήματα και τα μνημεία, τα ευδιάκριτα και δυσδιάκριτα σημάδια της πυκνής ελληνικής παρουσίας, η οποία υπήρξε συνεχής και συχνά καθοριστική όχι μόνο για τη διαμόρφωση του πολιτισμού των λαών της Μαύρης Θάλασσας αλλά και του αιγαιακού πολιτισμού των Ελλήνων. Η διαπίστωση ότι μελετούσαμε το ζωτικότερο τμήμα του ελληνικού οργανισμού έγινε αργότερα. Πάντως η πρώτη φάση της έρευνας, ένα πρωτοποριακό συλλογικό έργο με όλα τα χαρακτηριστικά του άθλου, κατέληξε το 1990. Εκείνη τη χρονιά γράφτηκε το βιβλίο για να συνοδεύσει την έκθεση `Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα`, που οργάνωσε το `Πανόραμα` σε συνεργασία με το King`s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, με την αρωγή του Hellenic Foundation και των μελών της Ελληνικής και Κυπριακής παροικίας της βρετανικής πρωτεύουσας. Το βιβλίο παρουσιάστηκε στα εγκαίνια της έκθεσης, τον Απρίλιο του 1991, από τον αείμνηστο sir Steven Runciman. Τα κείμενα της καθηγήτριας Averil Cameron και της Κατερίνας Χαριτάτου, που αναδημοσιεύονται εδώ στις σ. 434-435, δίνουν το κλίμα εκείνης της εποχής.
Όλοι εμείς που φέραμε σε πέρας την πρώτη φάση της έρευνας και κοινοποιήσαμε το έργο μας στο ευρύ κοινό νιώθαμε ότι είχαμε ξαναχτίσει την `Αργώ`. Ξεπερνώντας τον γλωσσικό τραγέλαφο της δυσεύρετης, αποσπασματικής και συχνά άκρως εξειδικευμένης εγχώριας βιβλιογραφίας (ρωσική, ρουμανική, βουλγαρική, γεωργιανή, τουρκική), τα επιστημονικά στεγανά, τον πολιτικό και ιδεολογικό απομονωτισμό, τις εθνικές ενοχές, τις προσωπικές αμηχανίες και την παχυλή άγνοια, είχαμε νικήσει τους μηχανισμούς της λήθης και είχαμε κατορθώσει να ξανανοίξουμε τις Συμπληγάδες.
Ακόμα και όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση τέσσερις μήνες αργότερα, το βιβλίο εξακολουθούσε να ανοίγει δρόμους. Ίσως μάλιστα τότε να έγινε πιο φανερή και η χρησιμότητά του, καθώς ήταν ο μοναδικός οδηγός της Μαύρης Θάλασσας. [...]
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]