Παρθένα μου, την έχεις βάλει σε τέτοιο χορό που είναι να θαμάξεις: οι καλύτεροι αυλικοί, τότε που η αυλή αυλιζότανε στο Ουίνζορ, δε μπόρεσαν να τη μπάσουν σε τέτοιο χορό· κι όμως εκεί `τανε ιππότες, ήτανε λόρδοι, ήταν αρχόντοι με τ` αμάξια τους, σου ορκίζομαι αμάξι στ` αμάξι, γράμμα στο γράμμα, δώρο στο δώρο· και να μοσχοβολάν τόσο γλυκά -όλο μόσκο- κι όλο φρου φρου, σου ορκίζομαι, μες στο μετάξι και στο μάλαμα· και με τέτοιες απρεπείς ουρολογίες· και με τέτοιο κρασί και ζάχαρη και, εγώ σ` το βεβαιώνω, ποτέ δε μπόρεσαν να πάρουν έν` ανάβλεμμά της. Στην ίδια εμένα, σήμερα το πρωί, δώσανε είκοσι αγγέλους· μα εγώ καταφρονάω όλους τους αγγέλους, όπως κι αν τους λένε, έξω κι αν είναι με τίμιον τρόπο: και, σου ορκίζομαι, ποτέ δεν την κατάφεραν. Κι όμως εκεί ήταν κόμηδες, τι λέω, και πιο ανώτεροι, ήταν τσολιάδες της αναχτορικής φρουράς...