Η Άμελαντ, μια άσπλαχνη φλοίδα γης καταμεσής του πελάγους, γίνεται η σκηνή όπου διαδραματίζεται ξανά και ξανά η αναμέτρηση της αγάπης με τη λήθη. Στη σαθρή, σάπια από τις κουτσουλιές των γλάρων άμμο, βρίσκουν καταφύγιο οι ναυαγοί. Δεν είναι ο ανελέητος τρόπος, αλλά οι δικές τους επιλογές που τους κρατούν έρμαιους των πιο ζοφερών ενστίκτων και αποκλείουν κάθε έκφανση ανθρώπινης πνοής. Ένα και μόνο δίλημμα, να μείνουν ή να επιχειρήσουν να φύγουν απ’ την Άμελαντ, αρκεί για να ξεσπάσει αλληλοσπαραγμός. Και έπειτα, καθώς η παλίρροια καταπίνει τα πτώματα, η μνήμη των νεκρών αμφισβητείται. Η κόρη, ένας πατέρας φαροφύλακας που τον έσπρωξαν ή έπεσε, ο νέος άνδρας, πλάσματα της στεριάς που στο άχρονο τοπίο πασχίζουν να συγκρατήσουν τα λογικά τους. (. . .) Μια σκοτεινή διήγηση στις παρυφές της τρέλας. Ένα χρονικό της πάλης με το φόβο. Και τελικά, η συνειδητοποίηση πως η Άμελαντ είναι το άψυχο κελί που χτίζουμε γύρω μας, η προσωπική φυλακή του καθενός. Υπάρχει ελπίδα απόδρασης;
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]