Πρόκειται για ένα έργο αφηρημένο. Ο Βιάν πέθανε δίχως να προφτάσει να μας δώσει τη λύση του. Εμείς λόγω της μορφής του έργου μπορούμε να δώσουμε τη δική μας. Και επιδέχεται, πολλές, πάρα πολλές τούτο το έργο.
Παρακολουθούμε τη συνεχή μετακόμιση μιας τριμελούς οικογένειας: του πατέρα, της μητέρας και της κόρης. Τούτες οι συνεχείς και τελείως κουτές μετακομίσεις από πάτωμα σε πάτωμα στο άκουσμα του θορύβου, δε θα μπορούσαμε να τις παρομοιάσουμε με την αγωνία του καρδιακού, που ήταν κι η περίπτωση του ίδιου του συγγραφέα. Ο Βιάν που ήξερε πως ήταν καταδικασμένος, περιγράφει την αγωνία του ανθρώπου, παρακολουθεί και παρουσιάζει σαν ένα τρομερό θόρυβο τους χτύπους της καρδιάς του. Βλέπει τον κόσμο γύρω του να μικραίνει, ολοένα να μικραίνει, τον κλοιό να σφίγγει γύρω του. Να είναι τάχα τούτη η αγωνία, η αγωνία του καρδιακού; Όσο και να σφαλνάει τα μάτια του, να κλείνει τ` αυτιά του, να προσπαθεί να βρει παρηγοριά στη θρησκεία, στην οικογένεια, στην πατρίδα, είναι καταδικασμένος. Ναι, καταδικασμένος στην τελική μοναξιά του, στη μοιραία απομόνωση... [...]