Είχε τόσο συνηθίσει να μιλά φωναχτά στους Τρεις Βασιλιάδες, που ώρες ώρες ξεχνούσε ότι δεν ήταν παρά μόνο πέτρες. Όχι όμως συνηθισμένες πέτρες. Τρεις πελώριοι βράχοι που ορθώνονταν επιβλητικά στην ακτή του Κούλεν. Οι ντόπιοι απ` το γειτονικό ψαροχώρι του Μόρει Φιρθ τους είχαν ονομάσει "Οι τρεις βασιλιάδες". Για την Κέιτι, το μικρό ορφανεμένο κορίτσι, ήταν οι τρεις Σοφοί. Οι μοναδικοί έμπιστοι φίλοι της. Οι μόνοι στους οποίους εξομολογούνταν τον πόνο της και τα βάσανά της. Όταν ήταν ακόμα βρέφος, η τύχη της γύρισε την πλάτη και ένα σκοτεινό βράδι η ανήλικη μητέρα της την εγκατέλειψε στο κατώφλι ενός σπιτιού, με ένα σημείωμα καρφιτσωμένο στην κουβέρτα που την τύλιγε. Τα βάσανά της όμως μεγάλωναν μαζί της. Και όταν έγινε δεκατεσσάρων, η τυραννική γιαγιά της την έστειλε να δουλέψει σαν υπηρέτρια. Το σπίτι όμως που την δέχθηκε, ψυχρό, θλιβερό και αποκομένο από τον κόσμο, στην πλαγιά ενός λόφου, αποδείχθηκε λιγότερο αξιοπρεπές απ` όσο αρχικά φαινόταν. Η Κέητι βρέθηκε αναγκασμένη να υπερασπιστεί και να προστατεύσει τον εαυτό της. Δεν ήξερε όμως ότι αυτή η απελπισμένη απόπειρα άμυνας θα έθετε σε κίνηση τους τροχούς της απόγνωσης, του πάθους και της εκδίκησης.