Και χώθηκα βαθιά στο δέρμα του, για να μείνω εκεί που κανένα σαπούνι και καμιά σκέψη δε θα μπορούσε να με βγάλει και καμιά γυναίκα να με βρει, για να μου δανείσει τη δική της μορφή. Μυρωδάτο δέρμα γαλανό σαν τη θάλασσα, μυρωδάτο στόμα σαν το βυθό της, γαλανά μάτια σαν τα χόρτα της, που χορεύουν χαϊδεύοντας τα πόδια σου, και ψίθυροι σαν τον αφρό της, εκείνες τις στιγμές ένιωθα βαρκούλα που ταξιδεύει στην αγκαλιά μιας θάλασσας, που λατρεύει και λατρεύεται από το χρόνο και που οι ώρες της μετράνε έρωτες.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]