Ήταν η πράσινη καρδιά του φαραγγιού, εκεί όπου τα τοιχώματα ξέφευγαν από το αυστηρό σχέδιο και λόξευαν προς τα πίσω για να μαλακώσουν την τραχύτητα των γραμμών τους, φτιάχνοντας μια μικρή προφυλαγμένη κόχη, που τη γέμιζαν ξέχειλα με γλύκα και στρογγυλάδα κι απαλότητα. Εδώ τα πάντα ηρεμούσαν. Ως και το στενό ποταμάκι σταματούσε την πολυθόρυβη κατεβασιά του όσο χρειαζόταν για να σχηματίσει μιαν ήσυχη λιμνούλα. Με τα πόδια μέχρι τα γόνατα μέσα στο νερό, με γερμένο το κεφάλι και μισόκλειστα μάτια, ένα πυρρόξανθο ελάφι με πολύκλαδα κέρατα λαγοκοιμόταν. [...]