Η ομοφυλοφιλία είναι ατομική συμπεριφορά σχεδόν τόσο παλιά όσο περίπου και ο άνθρωπος. Αντίθετα η ομοφυλοφοβία είναι σχετικά πρόσφατη κοινωνική αντίδραση σε συμπεριφορά άλλων προσώπων.
Οι ομοφυλόφιλοι, ενώ αποτελούν κατηγορία προσώπων τα οποία υφίστανται ακόμη και σήμερα διακριτική μεταχείριση, δεν ανήκουν σε ειδική κοινωνική τάξη ή συγκεκριμένο φύλο, ούτε έχουν την ίδια φυλετική προέλευση ή άλλα κοινά χαρακτηριστικά. Η ιδιαιτερότητά τους αφορά επιλογές που ανάγονται στον ιδιωτικό και όχι στη δημόσιο βίο και θεωρητικά δεν μας αφορούν και οφείλουν να μην ενδιαφέρουν κανένα. Παρόλα αυτά το κοινωνικό σύνολο, όταν δεν μπορεί να εξακολουθήσει να προσποιείται ότι αγνοεί την ύπαρξή τους, αντιδρά με διάκριση εναντίον τους, ωσάν οι επιλογές αυτές να θίγουν ή να αφορούν τον/την καθένα/μία μας ατομικά.
Με βάση την έκθεση Roth της επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών και Εσωτερικών Υποθέσεων (από τη συντάκτριά της γερμανίδα ευρωβουλευτή των πρασίνων Claudia Roth) το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε την 8.2.1994 ψήφισμα (159 υπέρ, 98 κατά και 18 αποχές) για την ίση μεταχείριση των ομοφυλόφιλων ατόμων στην ευρωπαϊκή Ένωση. Η ευρωπαϊκή συνθήκη του Άμστερνταμ (1.5.1999) στο άρθρο 13 ορίζει: "... το Συμβούλιο... μπορεί να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για την καταπολέμηση των διακρίσεων που βασίζονται στο φύλο, τη φυλή ή εθνική καταγωγή, θρησκεία ή πίστη, ανικανότητα, ηλικία ή σεξουαλικό προσανατολισμό".
Το Συνέδριο που οργανώθηκε τον Οκτώβριο 2000 από τη Σύμπραξη κατά της ομοφυλοφοβίας υπό την αιγίδα του Υπουργείου Ανάπτυξης είχε σκοπό να ερευνήσει το πρόβλημα από νομική, ψυχολογική, κοινωνική και παιδαγωγική σκοπιά, διότι η ομοφυλοφοβία είναι κοινωνικό φαινόμενο από αυτά που αντιμετωπίζονται με την εκπαίδευση και όχι με τη νομοθεσία. Η νομοθεσία μόνο το πλαίσιο μπορεί να αποτελέσει, το οποίο είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη του περιεχομένου, σαν τις ράγιες που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία του συρμού. Αν και πώς θα λειτουργήσει ο συρμός είναι άλλο θέμα.