`...Η ιδιότητα του νέου, του καινοφανούς, εκείνες τις μέρες, έμοιαζε να είναι λίαν ασταθής· ήταν θαρρείς ένα πράγμα εξαρθρωμένο, και δίχως ρίζες. Σε όλη την πόλη [...] εργολάβοι έκλεβαν τσιμέντο που έριχναν στα θεμέλια των νεόχτιστων οικιών, άνθρωποι -και όχι μονάχα πρωθυπουργοί- πυροβολούνταν πού και πού, λαρύγγια κόβονταν σε ρεματιές, κακοποιοί γίνονταν δισεκατομμυριούχοι, αλλά όλα αυτά ήσαν αναμενόμενα [...] Ουδείς έδειχνε να εκπλήσσεται που συνέβαιναν ατυχήματα... Ναι, κάποιες, ελάχιστες φωνές έλεγαν πως αν είναι αυτή η χώρα που αφιερώσαμε στον θεό μας, τι σόι θεός είναι αυτός που τα επιτρέπει - αλλά αυτές οι φωνές κατασιγάζονταν προτού ολοκληρώσουν τις ερωτήσεις [...] τους επειδή υπάρχουν πράγματα που δεν κάνει να λέγονται. Ή μάλλον, ακόμη περισσότερο: υπάρχουν πράγματα που δεν επιτρέπεται να είναι αληθή...` Μια απολαυστική μαύρη σάτιρα από τον μετρ του είδους.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]