Και η γιαγιά, η Ούμα Κριστίνα, μισοκλείνοντας τα μάτια αναπολεί και διηγείται, ανατρέχοντας εννιά γενιές γυναικών πίσω, την ιστορία εκείνου του κοριτσιού της φυλής των Κόικοϊ, της Κάμα, που για ν` αποτρέψει τον πόλεμο δέχεται τον έρωτα του Μπόερ Άνταμ Ουστχάουζεν, `ενός άντρα ψηλού σαν τα δέντρα του κάμπου, ενός γίγαντα που έπνιξε μια λεοπάρδαλη με τα χέρια του`. Εκείνη την επική νύχτα, λέει η Ούμα Κριστίνα, Κόικοϊ και Μπόερς μαζεύτηκαν σ` ένα μεγάλο κύκλο γύρω από το ζευγάρι.
`...Το κορίτσι, χάριν ειδικών εφέ όπως θα λέγαμε στο Χόλυγουντ, γέμισε ένα ασκό με πυγολαμπίδες και τις απελευθέρωνε με μικρά τινάγματα, μία-μία ή δύο-δύο όσο προχωρούσε η νύχτα, πράγμα που οι θεατές υποδέχονταν με ενθουσιώδη χειροκροτήματα νομίζοντάς τες για σπίθες. Και, στο αποκορύφωμα του τέλους, λευτέρωσε όλες όσες είχαν απομείνει: ήταν σκοτάδι, πίσσα και, ξαφνικά, το μόνο που έβλεπες ήταν αυτή η βροχή από σπίθες σαν έκρηξη μεγάλου φορτηγού - και το συγκεντρωμένο πλήθος ξέσπασε σε παρατεταμένες επευφημίες γι` αυτή την παράσταση που όμοιά της δεν είχε ξαναδεί...`
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]