(...) Ο `Αγαμέμνων`, το πιο εκτεταμένο από τα σωζόμενα δράματα του Αισχύλου, ξεκινάει με μια ατμόσφαιρα ελπίδας ανάμεικτης με σκοτεινά προαισθήματα, καθώς ο φρουρός στη στέγη του παλατιού στο Αργός παρακολουθεί με αγωνία να δει το σημάδι της φωτιάς να αναγγέλλει την πτώση της Τροίας. Όταν το σημάδι αυτό φάνηκε, τα νέα επιβεβαιώθηκαν και από έναν κήρυκα που φτάνει στο παλάτι σχεδόν συγχρόνως, χωρίς έγνοια για τη σύμβαση του χρόνου. Η Κλυταιμνήστρα, η γυναίκα του Αγαμέμνονα, παρουσιάζεται να πανηγυρίζει, ο Χορός όμως των Αργείων γερόντων θυμίζει ότι ο Αγαμέμνονας θυσίασε την κόρη τους Ιφιγένεια στο βωμό της φιλοδοξίας του, για να μπορέσει ο ελληνικός στόλος να αποπλεύσει από την Αυλίδα, και αναλογίζεται με μελαγχολία τις πιθανές τραγικές συνέπειες. Στο μεταξύ φτάνει ο Αγαμέμνονας φέρνοντας μαζί του ως παλλακίδα του την αιχμάλωτη Τρωαδίτισσα πριγκίπισσα Κασσάνδρα. Η Κλυταιμνήστρα τον υποδέχεται ύπουλα και υστέρα τον οδηγεί μέσα στο παλάτι, αφού τον εμπλέξει στην ύβρη να πατήσει τον ολοπόρφυρο τάπητα που του έχει στρώσει, σαν να ήταν θεός. Η Κασσάνδρα, που μέχρι το σημείο αυτό παραμένει βουβή, περνάει τώρα σε μια έξαλλη προφητεία, προβλέποντας το φόνο του Αγαμέμνονα και το δικό της, και, έχοντας οράματα από τα προηγούμενα φρικιαστικά εγκλήματα των Ατρειδών, ξεσπάει σε παραληρηματικό θρήνο. Τελικά μπαίνει μέσα στο παλάτι, ξέροντας ότι βαδίζει προς το θάνατό της. (...)
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]