Ξαφνικά, στέκομαι στο χείλος του πεζοδρομίου μιας πολυσύχναστης λεωφόρου. Δεν θυμάμαι πώς βρέθηκα στο συγκεκριμένο σημείο. Δεν υπάρχει κάποιος πρόλογος για την ιστορία τούτη. Απλά στέκομαι εκεί που στέκομαι. Νιώθω πως το σώμα μου έφτασε στον τόπο αυτό πριν αφιχθεί η συνείδησή μου. Υποθέτω ότι θέλω να διασχίσω κάθετα τη λεωφόρο, αλλά δεν στέκομαι καν σε διάβαση πεζών. Στρέφομαι προς τα εκεί όπου νόμιζα ότι ήταν η διάβαση και αρχίζω να περπατώ. Η πορεία μου δεν θα έπρεπε να διαρκέσει πολύ, αλλά κατά έναν παράξενο λόγο, η διάβαση, που νόμιζα ότι είχα δει, δεν υπήρχε.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]