Οι σπείρες κατακλύζουν τόσο τις σπουδές, όσο και τους τελειωμένους πίνακες της ύστερης περιόδου. Η Μαρία μπαίνει και βγαίνει από το μυστήριο του μεταχώρου. Προχωρεί και ταυτόχρονα υποχωρεί. Αγγίζει κάτι από το ανείπωτο και αμέσως αποτραβιέται. Ποιο άλλο νόημα μας δίνει αυτό το αρχαιότατο σύμβολο της σπείρας; Αλλά το ότι η σπείρα δείχνει κάτι ή μας προτρέπει σε κάτι, εκεί στο βάθος της ελίσσουσας λόγχης της, που κλείνει σαν σφιγμένη γροθιά, μας το υποδηλώνουν και οι πολλοί σχηματοποιημένοι δείκτες, τα πολύχρωμα κατευθυντήρια βέλη που κατακλύζουν τους τελευταίους πίνακες. Αυτά αυλακώνουν κυκλικά τις σπείρες, ενώ στο βάθος λάμπει είτε με άπλετο φως είτε με σκοτεινό βελούδο η μυστική πύλη: Το ακροτελεύτιο πέρασμα και ίσως το τελικό καταφύγιο. Εκεί λαμβάνει χώρα, εκεί παίρνει σάρκα και οστά η αδηφάγος μοναξιά των μοναξιών. Εκεί σημειώνει το απόλυτο απόγειό της η λέξη «μόνος». Αφήνω τα σχέδια ξανά στα συρτάρια. Η σιωπή είναι καταλυτική και με ταξιδεύει στις αβυθομέτρητες έννοιες του χώρου και του χρόνου. Τα χρώματα με τυφλώνουν. Μακρινές καμπάνες των απροσδιόριστων ηδονικών ήχων, χαμένων στην αχλύ και το όνειρο, με επαναφέρουν στη διάσταση της δοκιμασίας. Αγγίζω ξανά τη συσσωρευμένη σκόνη. Υπάρχω. Και ένας άνεμος παγερός, ξεκινημένος από παμπάλαιους χειμώνες, με σπρώχνει έξω, μακριά από το χώρο των συγκινήσεων. Χαίρε, Μαρία. Σ’ ευχαριστώ για το όνειρο, τη θλίψη, τη φαντασμαγορία. Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό το υπέροχο αλίευμα της ομορφιάς μέσα από το μελαγχολικό παραμύθι του Ανθρώπου.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]