Το βιβλίο πραγματεύεται τις σχέσεις μεταξύ πεθεράς και νύφης, με χιούμορ κι εκρήξεις απόγνωσης. Η περιγραφή των γεγονότων γίνεται από τη Μαργαρίτα που δεμένη από νωρίς στο μαγγανοπήγαδο του γάμου, αφήνει μέσα από τα ξεσπάσματά της να διαφανεί η απροκάλυπτη αντιπάθεια, η καταπίεση κι ο συναισθηματικός εκβιασμός που υφίσταται από την κυρία Ηρώ, την πεθερά της.
Η αδιάκοπη πάλη επικράτησης των δυο γυναικών πάνω στο αντικείμενο της αγάπης τους, τον Κίμωνα, εξάπτει τα πνεύματα και τις οδηγεί σε τραγελαφικές κι ακραίες αντιδράσεις. Το τέλος, ευρηματικό κι ασυνήθιστο.
[...] Αλλά αρκεί ως εδώ! Μανούλα, σου υπόσχομαι πως θα τη σκίσω μια μέρα τη γάτα. Που θα μου πάει, δε θα τη σκίσω;
`Αγάπη μου, μπορείς να με πας στη σκηνή μας, σε παρακαλώ;` ξαναρωτώ τον Κίμωνα έτοιμη να καταρρεύσω.
Η μάνα του με κοιτάζει με τρόπο που θα ήθελε να με δολοφονήσει κι εγώ χαμηλώνω το βλέμμα, γιατί, άμα δεν έσκισα τη γάτα τότε που ήταν ψιψίνα, άντε να την υποτάξω τώρα που θέριεψε και με κρατά στα νύχια της σαν ποντικάκι!` [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]