Μετά το σχολείο δεν πήγαινα κατευθείαν στο σπίτι. Έπρεπε να περάσω πρώτα από το παλιό μας σπίτι, στην Κορομηλά. Ήταν τόση η νοσταλγία μου γι’ αυτό. Ήταν τόσο άδειο και σιωπηλό. Περνούσα την αυλή και πήγαινα να σταθώ επάνω στην εξέδρα. Στεκόμουν γεμάτη θλίψη και αγνάντευα τη θάλασσα, το Λευκό Πύργο. Περίμενα το ηλιοβασίλεμα να ροδίσει τον ορίζοντα και μετρούσα σε πόσα παράθυρα, πέρα μακριά, έμπαιναν οι ακτίνες του ήλιου και τα φώτιζαν με το πορτοκαλί χρώμα της δύσης. Εκεί «μιλούσα» με το Θεό και παρακαλούσα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να τελειώσουν «τα βάσανά» μας. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]