Θα συμφωνήσουμε, νομίζω, πως ο ιστορικός δεν σκέφτεται ψυχρά και αφηρημένα. Αντίθετα οι σκέψεις του, η επιλογή ενός γεγονότος ως ιστορικού και εν τέλει η ερμηνεία και η σύνθεση του ιστορικού corpus μιας περιόδου επηρεάζονται άμεσα από τη θέση του ιστορικού στον χρόνο, αποπνέουν το κλίμα της εποχής του και γενικότερα αντικατοπτρίζουν τον τρόπο με τον οποίο βλέπει την κοινωνία στην οποία ζει. Και μπορεί βέβαια ο καλός ιστορικός να είναι σαν τον δράκο του παραμυθιού, ο οποίος γνωρίζει πως όπου μυρίζει ανθρώπινο κρέας εκεί θα βρει το θήραμά του (Μαρκ Μπλοχ), ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο πραγματικός στόχος της ιστορίας είναι, ίσως, η αρτιότερη γνώση τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος, μέσα από μια αμοιβαία συσχέτισή τους. Αυτό σημαίνει πως ο ιστορικός προσεγγίζει το παρελθόν υπό το φως του παρόντος και, συγχρόνως, αντιλαμβάνεται βαθύτερα το παρόν με τον θεωρητικό οπλισμό που του προσφέρει η γνώση του παρελθόντος. Αυτός πρέπει να είναι και ο ουσιώδης λόγος της ενασχόλησης των ανθρώπων με την ιστορία, και όχι απλώς η ικανοποίηση ενός γοητευτικού ταξιδιού πίσω στον χρόνο.
Έτσι, αντίθετα από ό,τι θα περίμενε κανείς, δεν επιχείρησα κυρίως να συντάξω μια `αντικειμενική εκδοχή` της ελληνοπερσικής σύγκρουσης. Ούτε προσπάθησα, με βασανιστικό τρόπο, να απαλλάξω το κείμενο από τις ιστορίες ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, τους θρύλους ή τις παραδόσεις, με διάθεση να ξεφύγω από την πλάνη, σκόπιμη ή όχι, των αρχαίων πηγών. Αυτό που περισσότερο κέντρισε το ενδιαφέρον μου ήταν τι ακριβώς φαντάζονταν και τι πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες ότι συνέβη στις θάλασσες και τις πεδιάδες της Ελλάδας κατά τις πρώτες δεκαετίες, του 5ου αιώνα π.Χ. Γιατί όλα δείχνουν πως είχαν πολλούς λόγους να είναι όχι μόνο υπερήφανοι για εκείνες τις επικές νίκες αλλά και να τις θεωρούν προϋπόθεση της κατοπινής ακμής και ευημερίας τους. Τόσο πολύ θεωρούσαν αυτούς τους πολέμους σημαντικούς ώστε να αποδεχθούν ως απόλυτα φυσική κάθε μυθοπλαστική διάθεση για ιστορίες και παραδόσεις που αναφέρονταν σε θαύματα ή παράξενα περιστατικά. Πέρα από το ιστορικά αληθινό και πραγματικό, οι πόλεμοι αυτοί συγκλόνισαν τόσο έντονα και μέχρι τα μύχια της ψυχής του τον Έλληνα του 5ου αιώνα (αλλά και τους μεταγενέστερους), ώστε οι Μαραθωνομάχοι, οι Σαλαμινομάχοι, οι μαχητές των Θερμοπυλών και των Πλαταιών να ορθωθούν στα μάτια του ως ηρωικές μορφές, τις οποίες μόνο το εξωπραγματικό και το μεταφυσικό μπορούσε να πλαισιώσει.
Γιατί, όμως, είναι σημαντικό να ασχοληθεί κανείς με την περίοδο των Περσικών πολέμων - Μηδικών, όπως είναι γνωστή η ελληνοπερσική σύγκρουση, που διήρκεσε από την Ιωνική Επανάσταση έως τη μάχη της Μυκάλης και την απελευθέρωση της Ιωνίας (499-494 και 490-479/8 π.Χ.); Στην εποχή μας, που έχουμε ξεπεράσει προ πολλού το στάδιο πολιτειακής οργάνωσης των αυτόνομων ελληνικών πόλεων έχοντας προχωρήσει σε ευρύτερους οργανισμούς διακυβέρνησης, με προβλήματα διοίκησης περισσότερο όμοια με εκείνα των μεγάλων αυτοκρατοριών της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, ποιο είναι το κέρδος από την γνώση της μεγαλειώδους, αναμφίβολα, νίκης των Ελλήνων κατά των Περσών; Οι πράξεις εκείνων των ανδρών είναι άραγε δυνατόν να γίνουν κατανοητές σε μια εποχή ατομικισμού, προσωπικού βολέματος και αποπολιτικοποίησης όπως η δική μας; [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]