(. . .) Αυτό που βλέπει κανείς μετά το ναυάγιο είναι ίσως πιο τρομακτικό και από το ίδιο το ναυάγιο. Υπήρχαν βαρέλια, σπασμένα ξύλα, κομμάτια ύφασμα, μουσαμάδες, κάτι σωλήνες ταπωμένοι που επέπλεαν, σχοινιά και οτιδήποτε άλλο ελαφρύτερο από το νερό ξέφυγε από το πλοίο. Και πιο πέρα τίποτα. Νερό και σκοτάδι. Λίγα λεπτά αργότερα άρχισαν να μαζεύονται οι ζωντανοί. . . .Τότε ο Ωνάσης με τη βαριά φωνή του μου λέει: «Βρε Πετροπουλέα, δεν φοβάσαι που ήρθες στη φωλιά μας μόνος σου;» (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]