[...] Μέσα σ` έναν τέτοιο περίπου κύκλο με πιεστικούς υπαρξιακούς προβληματισμούς, ανακάλυψα και τον Γεράσιμο Στέρη χάρη στα "18 Κριτικά άρθρα γύρω από μια έκθεση" (Αθήνα, 1931) που κυκλοφόρησαν αμέσως μετά την καταπελτική κατηγορία του τότε διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης. Στην πολύτιμη αυτή έκδοση, την οποία μου υπέδειξε η Σέμνη Καρούζου, βρίσκονται συγκεντρωμένα τα κείμενα όσων ανέλαβαν συσπειρωμένοι την υπεράσπιση του ζωγράφου κατά την εκδίκαση του εικαστικού του ιδιώματος στο "δικαστήριο" της καθεστηκυίας τεχνοκριτικής. Ανάμεσά τους ήταν ο Δημήτρης Πικιώνης και ο Λίνος Καρζής, ο Φώτος Πολίτης και ο Σπύρος Μελάς, ο Χρήστος Καρούζος και ο Γιάννης Μηλιάδης, ο Στρατής Δούκας και ο Τάκης Παπατσώνης, ο Τζούλιο Καΐμι και αρκετοί άλλοι. Με τη συνηγορία μιας "υπεράσπισης" τόσο υψηλού πνευματικού κύρους, η κοινή συνείδηση "αθώωσε" βέβαια τον κατηγορούμενο, χωρίς όμως να αποτρέψει και τη φυγή του από την Ελλάδα. Εγκαταλείποντας τις δημιουργίες του σε στενούς φίλους, ο Στέρης εξαφανίζεται, αλλάζει το όνομά του, ξεχνιέται, δεν είναι μάλιστα λίγοι εκείνοι που πίστευαν πως είχε πεθάνει πολύ πριν από την εν ζωή τυμβωρυχία της "επανανακάλυψής" του. Την αμεσότερη ωστόσο επαφή μου με το έργο του καλλιτέχνη, καθώς και μια σπουδή του με θέμα το "δημοτικό τραγούδι" που με συντροφεύει έκτοτε καθημερινά, τις χρωστώ στον Γιώργο και τη Λιλή Πολίτη, σε όσες δηλαδή μέρες περνούσα κοντά τους τακτοποιώντας έναν πραγματικό θησαυρό από συγκλονιστικές σχεδιαστικές προτάσεις.
Με τα παραπάνω προσπαθώ να εξηγήσω γιατί η έκθεση του Μουσείου Μπενάκη, ως παραλλαγή ενός πασίγνωστου, τυπικά νεοελληνικού θέματος, ήταν και για μένα κάτι σαν εξόφληση παλαιού χρέους. Γιατί, μ` άλλα λόγια, θα προσυπέγραφα ανενδοίαστα ό,τι σημειώνεται στην έκδοση που μνημόνευσα πιο πάνω, θεωρώντας τη δραματική του επικαιρότητα ιδιαίτερα ενδεικτική, όσο κι αν έχουν περάσει εβδομήντα τόσα χρόνια από τότε. Ακριβώς επειδή δεν έχει να κάνει απλά και μόνο με την υπεράσπιση ενός εικαστικού γεγονότος, αλλά με τη διαφύλαξη της αγνότητας του κοινού μπροστά στο δόγμα μιας κριτικής, η οποία, "ανίκανη από έλλειψη ενστίκτου ν` αντικρύζη το καλλιτεχνικό έργο καθ` εαυτό, εννοεί να το μετράει με την στενότητα των προσωπικών της δοξασιών. Ενάντια του αξιωματικού αυτού δογματισμού, που κυρώνει μετριότητες και καταδικάζει με τόση ευκολία προσπάθειες ειλικρινείς, ενομίσαμε, όσοι υπογράφουμε αυτά τα άρθρα εδώ, ότι είχαμε χρέος πλέον ν` αντιδράσουμε". [...]
(Άγγελος Δεληβορριάς)