Το ταξίδι με τη μηχανή στην Ισπανία με σημάδεψε. Αναγκάστηκα να ξεπεράσω τον εαυτό μου, έγινα βλάσφημη και το διασκέδασα, επέζησα και βγήκα απ` αυτό πιο έξυπνη, πιο δυνατή, πιο πολεμίστρια. Και στην πορεία, είδα ανθρώπους όμορφους, φωτεινούς, που ήταν εκεί χωρίς κανένα συμφέρον, έτσι, επειδή τους έβγαινε: τα Αγγλιδάκια, οι άνθρωποι δελφίνια, ο συνταξιούχος στη Μαδρίτη, οι τουρίστριες και ο φύλακας του Μπιαρίτς, ο μπατσούλης και οι συνεργιάδες της Βαρκελώνης και της Σεβίλλης, η Γαλλίδα στο Μονπελλιέ, ο Έντι, οι ιδιοκτήτες του κάμπινγκ στη Βενετία, ο μάστορας με τις μάσκες, το παιδί του βενζινάδικου, οι τέσσερις Έλληνες που με υιοθέτησαν σχεδόν, σαν αδέσποτο. Κανέναν τους δε θα μπορούσα να ξεχάσω. Και με τον κίνδυνο ν` ακουστώ μελό, που ποσώς μ` ενδιαφέρει έτσι κι αλλιώς, τους χρωστάω για το πολύτιμο δώρο που μου έκαναν όλοι τους. Που μέσα στη μαυρίλα και την οργή που μ` έπνιγε, δε μ` άφησαν να γίνω ότι πιο πολύ μισώ και σιχαίνομαι: μια φανατική κομπλεξάρα που να τους βάζει όλους στο ίδιο καλούπι.