Μιλούμε περί ερμηνείας, όταν το νόημα ενός κειμένου δεν γίνεται αμέσως καταληπτό. Στην περίπτωση αυτή χρειάζεται κατ` ανάγκη μία ορισμένη ερμηνεία· με άλλα λόγια, χρειάζεται να αναλογισθούμε διεπτυγμένως τους όρους υπό τους οποίους ένα κείμενο εκφράζει αυτό ή το άλλο νόημα. Η πρώτη προϋπόθεση την οποία συνεπάγεται η έννοια της ερμηνείας είναι ο «ανοίκειος» χαρακτήρας αυτού που έπρεπε να είναι κατανοητό. Πράγματι, αυτό που ευθύς εξαρχής είναι σαφές, αυτό που μας πείθει απλώς με την παρουσία του, δεν έχει ανάγκη ερμηνείας. Εάν προς στιγμήν φέρουμε στο νου μας την τέχνη που διέθεταν οι αρχαίοι για να ερμηνεύουν τα κείμενα, έτσι όπως εφαρμόσθηκε στη φιλολογία και τη θεολογία, θα αντιληφθούμε αμέσως πως η τέχνη αυτή ήταν ανέκαθεν περιστασιακή. Την μεταχειρίζονταν μόνον εκεί, όπου το παραδεδομένο κείμενο εμφάνιζε ασάφειες. Απεναντίας στις ημέρες μας, η έννοια της ερμηνείας έχει αποκτήσει καθολικό κύρος και φιλοδοξεί να εγκυκλώσει σύνολη την παράδοση.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]