Η νύχτα είναι φοβερή· όσο φωτάει, όλο και με κάτι τραβιέμαι, μα σαν ξαπλώσω, σε παγκάκι για κατάχαμα, για σε παρατημένο γιαπί, τ` άντερά μου στρίβουνε και το στομάχι μου μαζεύει και πονά, δεν μπορώ να συχάσω.
Αποκαμωμένον, με παίρνει ο ύπνος ώρες ώρες, βαρύς. Τον κόβουνε βραχνάδες, και σαν ξυπνήσω, το κεφάλι μου βουίζει, έχω κομμάρες. Ξάγρυπνον πάλι με πιάνει ζαλάδα και γυρεύω να ξεράσω, και τ` αδειανό στομάχι μου δεν έχει τι να βγάλει. Φονικό κάνω για ένα ξεροκόμματο.
Αχάμνυνα, θ` αρχινήσω να πρήσκουμαι - έχω δει. Δεν τήνε βγάζω, έτσι κι αλλιώς.
Με το σούρουπο μπαίνω στο Πάρκο και τρώω κόκκινους σπόρους από τις πυραγκαθιές - μέρα, ντρέπουμαι. Ύστερα με πιάνει κόψιμο και πονάω διπλά, δε βλέπω κιόλας στα σκοτεινά, τα χέρια μου ματώνουνε. Παρηγοριά `ναι κι αυτή, να μασάς, να φτύνεις· όλο και κάτι θα μείνει. [...]