[...] Κεντρική του ιδέα η γυναίκα, `η πρώτη δύναμη`, που έλεγε κι ο αλησμόνητος Τσιτσάνης λίγο πριν το τέλος του. Η ανοργασμική Νάντια, η διφορούμενη Φαίδρα, η νοσηρή Ελένη κι οι άλλες είναι λίγο Εύες, που τείνουν το μήλο, και λίγο μητέρες τρυφερές, που χαϊδεύουν τους αρσενικούς με συγκατάβαση σαν να `ναι μικρά παιδιά. Πίσω, όμως, απ` τις μορφές τους, τα καπρίτσια, τα καμώματά τους, μορφάζει η ζωή, η ζωή της καταναλωτικής κοινωνίας `με τα βασιλεμένα ιδανικά`. Πράγματι, όλα σχεδόν τα πρόσωπα, είτε αρσενικά, είτε θηλυκά, κινούνται γύρω από τον έρωτα αρνητικά: μορφές αλλοτριωμένες και σπασμωδικές, μέσα στο ψυχρό φως μιας γκρίζας ζωής. Ωστόσο, είναι ακόμα ικανές ν` αγαπήσουν, μα δεν μπορούν να διαλέξουν κι έτσι αφήνονται `να ξαναπηαίνουν` κάθε τόσο στη λατρεία της λαγνείας. Δεν έχουν σκοπούς ούτε βούληση: χοϊκές φιγούρες που `χουν απολέσει τον προσανατολισμό τους και πάνε κι έρχονται σ` ένα νευρωτικό σούρτα-φέρτα. Χρειάστηκε πολλή αισιοδοξία, ζωντάνια κι αγάπη, από μέρους του συγγραφέα, για να μας γίνουν τα αξιοδάκρυτα αυτά ανδρείκελα αξιαγάπητα. [...].
Σ` όλα τα πεζογραφήματα του βιβλίου, κάτω απ` τον ρεαλισμό, την αργκό, το κοφτό ύφος με τη φανταρίστικη σκληράδα, κρύβονται τα αναφιλητά ενός γνήσια ρομαντικού ανθρώπου.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]