Ο συγγραφέας έκλεισε απαλά το παράθυρο. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Γύρισε στο γραφείο του και, χωρίς να διστάσει αυτή τη φορά, έγραψε μερικές λέξεις. Το πρόσωπό του έλαμπε κάθε φορά που η πένα του πηγαινοερχόταν. Φύσησε το μελάνι να στεγνώσει και έκλεισε την πένα του. Έπειτα πήγε να κοιμηθεί. Είχε βυθιστεί σε έναν ύπνο τόσο νηφάλιο, που δεν άκουσε τον Άγιο Βασίλη που μπήκε στο γραφείο του για να δει τι είχε γράψει. Έσκυψε με περιέργεια πάνω στο χειρόγραφο...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]