Ετούτη η ιστορία αρχίζει στα βάθη του χρόνου.
Ένας περαστικός παρατηρεί ένα δενδρύλλιο, που τα κλαδιά του καταλήγουν σε λευκές νιφάδες. Μπορούμε να τον φανταστούμε να απλώνει το χέρι. Το ανθρώπινο είδος μόλις γνώρισε την απαλότητα του βαμβακιού.
Εδώ και χρόνια, ήθελα να κάνω αυτό το μεγάλο ταξίδι. Κάτι μου έλεγε πως, ακολουθώντας τα μονοπάτια του βαμβακιού, από τη γεωργία έως την υφαντουργία και τη χημική επεξεργασία, από την Κουτιάλα (Μάλι) έως το Ντατόνγκ (Κίνα), περπατώντας από το Λάμποκ (Τέξας), την Κουιαμπά (Μάτο Γκρόσο), την Αλεξάνδρεια, την Τασκένδη και την κοιλάδα του Βολόνι (Γαλλία, διαμέρισμα των Βοσγίων), θα καταλάβαινα καλύτερα τον πλανήτη μου. Τα αποτελέσματα της μακρόχρονης έρευνας ξεπέρασαν τις προσδοκίες μου.
Προκειμένου να καταλάβουμε τις παγκοσμιοποιήσεις, εκείνες του χθες κι αυτή του σήμερα, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο παρά να εξετάσουμε ένα κομμάτι ύφασμα. Δίχως άλλο, επειδή είναι φτιαγμένο από νήματα και συνδέσμους, και από ατέλειωτα ταξίδια.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]