Κάθεται στον ύβο της καμήλας του και τραγουδά. Λίγο μιλούν οι άνθρωποι στα μέρη του. Προτιμούν να τραγουδούν· το ίδιο κι αυτός. Κραδαίνει το τόξο του και στοχεύει μακριά, το βλέμμα του χάνεται στα βάθη της ερήμου Γκόμπι, μα δε σταματά. Θέλει να φτάσει πέρα από αυτή, να κατακτήσει τον κόσμο. Ο Τζένγκις είναι μόλις δεκαεφτά χρόνων και το βέλος του στοχεύει στην Ιστορία. Στις απέραντες ασιατικές στέπες, με τους παγωμένους χειμώνες και τις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού, οι άνθρωποι γίνονται σκληροτράχηλοι, σαν τα βουνά Αλτάι που υψώνονται πάνω από αυτούς, καθορίζοντας, με τον τρόπο τους, το δικό τους πεπρωμένο. (. . .) Αιμοσταγής και αδίστακτος, ο Τζένγκις Χαν δεν κατηγορήθηκε επειδή ήταν κατακτητής - δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος κατακτητής στην ιστορία της ανθρωπότητας- , αλλά γιατί οι εκστρατείες του απέβησαν οι πιο μεγάλες και οι πιο επιτυχείς. Οι άνθρωποι τον αποκάλεσαν «Τά(ρ)ταρο», ενώ η Ιστορία τον δικαίωσε γιατί απλά ήξερε να τη γράφει.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]