Νομίζω πως χιλιάδες χρόνια πέρασαν από πάνω μου, αφήνοντας στο διάβα τους μνήμες που έσκαψαν βαθιά την ψυχή και το κορμί μου, στολίζοντάς τα με απέριττα κοσμήματα, θέληση, καρτερία, ελπίδα, απέραντη αγάπη για τη ζωή και τις αμέτρητες μυρωδιές που μας περικυκλώνουν.
Μνήμες, δρόμοι χαραγμένοι με ήχους, νανουρίσματα και δάκρυα μωρών, ποδοβολητά αλόγων, ορδές ανθρώπων σε άτακτη φυγή.
Ένας καυτός, στεγνός άνεμος που ερχόταν από την Καππαδοκία σκαρφάλωνε στα βουνά, κατρακυλούσε στις σπηλιές και σερνόταν γλείφοντας τους βράχους και τις χαράδρες, φτάνοντας ξέπνοος στα σοκάκια της Κωνσταντινούπολης, φορτωμένος με το άρωμα της κανέλας, του ροδόνερου, της μαστίχας και του μοσχοκάρυδου. Ένας ολόκληρος κόσμος από μυρωδιές, γεύσεις, ήχους...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]