Από τη συγγραφέα της ιστορίας, δώδεκα νουβέλες πάνω στον φανταστικό κόσμο της παιδικότητας και της εφηβείας. Το αριστουργηματικό «Ανδαλουσιάνικο σάλι» περιγράφει τις αγωνίες ενός αγοριού διχασμένου ανάμεσα στην απεγνωσμένη λατρεία του κόσμου των ενηλίκων, που αντιπροσωπεύει η μητέρα του, και το φόβο της πραγματικότητας. Στο «Κρυφό παιχνίδι», τρία παιδιά, τη νύχτα, ταυτίζονται με τους περιπετειώδεις ήρωες που εφευρίσκουν. Σε κάθε κείμενο αυτού του τόμου, η Έλσα Μοράντε μας προσφέρει το κλειδί ενός μαγεμένου κόσμου. Το «Ανδαλουσιάνικο σάλι» είναι το σημείο όπου φτάνει μια τέλεια τέχνη, όπου όλα τα μέρη λύνονται με μεγάλη ελευθερία κινήσεων και ευρύτατων αντηχήσεων, σε εξαιρετική αρμονία, ώστε να αποτελεί ένα αληθινό κόσμημα της διηγηματογραφίας του εικοστού αιώνα. Το έργο μαρτυρά τη δύναμη για την οποία είναι ικανή η Μοράντε, της οποίας η γραφή είναι τυπικά γυναικεία. Η Μοράντε, εκκινώντας από την πιο αντικειμενική πραγματικότητα, παρασύρει τον αναγνώστη στη βαθύτερη και σχεδόν ανιστορική ατμόσφαιρα της ποίησής της: δηλαδή σε μια πραγματικότητα βαθύτερη του ανθρώπου, στα ενδότερα της μοναξιάς του, και της ίδιας της Ιστορίας. Το έργο της Μοράντε, μοναδικό στο είδος του, έχει δουλευτεί με αργούς ρυθμούς, μέσα στην απομόνωση και τη σιωπή, στο περιθώριο των μεγάλων αισθητικών ρευμάτων που σημάδεψαν τον ιταλικό λογοτεχνικό κόσμο της εποχής μας. Τράβηξε την προσοχή πολλών, μεταξύ αυτών του Ίταλο Καλβίνο και της Ναταλία Γκίνζμπουργκ, και εκτός Ιταλίας, του Γκυόργκυ Λούκατς, ο οποίος αναγνώρισε στο έργο της κάτι από το πνεύμα των μεγάλων Ευρωπαίων ρομαντικών του 19ου αιώνα. Στα διηγήματα της Μοράντε τα αντικειμενικά δεδομένα, που εμφανίζουν ανησυχητικές ρωγμές, δεν κλονίζουν αυτή την απόλυτη εμπιστοσύνη, όπου ευδοκιμεί και αναπτύσσεται η ονειροπόληση των ηρώων της. Ως τη μέρα που, αναπόφευκτα, το πέπλο σκίζεται, και αφήνει να φανεί στο άπλετο φως η αληθινή φύση των λατρεμένων προσώπων, που τώρα μένουν απομυθοποιημένα, στερημένα ξαφνικά το φωτοστέφανό τους.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]