Ήταν μια έρευνα που κράτησε περισσότερο από δέκα χρόνια και μου έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω μια άλλη Ελλάδα. Είδα ξεχασμένα αγροτικά διδακτήρια με χορταριασμένες αυλές και χέρσους κήπους. Κάποια σχολεία είχαν την όψη του ερειπίου, με βουλιαγμένες στέγες και μισογκρεμισμένους τοίχους. Όπου η πόρτα τους έστεκε ακόμα όρθια, έμπαινα στον πειρασμό να την ανοίξω. Κι αυτή οπισθοχωρούσε στο πρώτο άγγιγμα. Η σκόνη του χρόνου επικαθόταν αργά στα μάτια και στο λαιμό μου. Ρώτησα για παλιούς δασκάλους, για μάστορες και για κομπανίες. Άκουσα πολλές διηγήσεις και γνώρισα πολλούς ανθρώπους. Κάποιους μάλιστα δεν τους συνάντησα ποτέ από κοντά. Αλλά είναι σαν να τους ήξερα χρόνια. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]