Με την απόσταση ασφαλείας που επιτρέπει η απομάκρυνση από τις οξείες φάσεις του `γλωσσικού ζητήματος` και κυρίως με τη νηφαλιότητα που εξασφαλίζει η επίσημη λύση του προβλήματος από την ελληνική Πολιτεία το 1976 μπορούμε σήμερα με νέες προσεγγίσεις των αρχών του 21ου αιώνα να μελετήσουμε το `ζήτημα` που ταλάνισε τους Έλληνες και την Ελλάδα κυρίως τους τελευταίους δύο αιώνες. Χωρίς εντάσεις και φανατισμούς, με την αντικειμενική ματιά του μελετητή-ερευνητή και τη σιγουριά ενός οριστικά πια λυμένου ζητήματος στον πιο ασφαλή χώρο, στη συνείδηση του Έλληνα πολίτη. Κανείς σήμερα δεν διανοείται να θέσει θέμα γλώσσας, με την έννοια της διαμάχης Καθαρεύουσας-Δημοτικής. Συνειδητά ή ασυνείδητα, όσοι παραπονούνται σήμερα για το επίπεδο χρήσης της γλώσσας μας -και είναι πολλοί- θέτουν, στην πραγματικότητα, θέμα `ποιότητας` στον τρόπο που χρησιμοποιούμε τη γλώσσα στην επικοινωνία μας (γραπτή και προφορική) και όχι βεβαίως ζήτημα επιλογής αυτής ή εκείνης της μορφής της ελληνικής γλώσσας, όπως συνέβαινε με άλυτο το γλωσσικό μας ζήτημα.
Υπό αυτές τις συνθήκες (ευνοϊκές για μια νηφάλια θεώρηση του ζητήματος) και δοθέντος ότι το 1976 η απόφαση για τη λύση του γλωσσικού ζητήματος ελήφθη ομόφωνα από όλους τους βουλευτές και τα κόμματα της Βουλής, είναι κατανοητή και επαινετή -φρονώ- η πρωτοβουλία του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων να μελετηθεί, με τα σημερινά δεδομένα, το γλωσσικό ζήτημα από μια σκοπιά που δεν θα ήταν δυνατή παλιότερα στη δίνη του γλωσσικού. Σ` αυτό το πνεύμα και σ` αυτή την πρωτοβουλία ανταποκρίνεται η παρούσα, επιστημονική καθαρώς, προσπάθεια για μια σύγχρονη θεώρηση του γλωσσικού ζητήματος.
Αυτό που επιδιώχθηκε ήταν να εξασφαλίσουμε μια πολύπλευρη και πολυφωνική θεώρηση του γλωσσικού ζητήματος στην εξέλιξή του από ειδικούς μελετητές, οι οποίοι αναλύουν ποικιλία θεμάτων και όψεων του γλωσσικού, συμπεριλαμβανομένων και των προσώπων που έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αυτό. Σκοπός του έργου είναι να εξεταστούν συνολικά και να φωτιστούν έννοιες, σχέσεις και καταστάσεις που δεν έχουν πάντοτε εξεταστεί υπό το πρίσμα που επιτρέπει σήμερα η απόσταση από τα γεγονότα και η παρεμβληθείσα επιστημονική έρευνα σε πλείστα συναφή πεδία. Έτσι, με μεγάλη προσοχή παρακολουθούμε πώς ένα ρομαντικό κίνημα επιστροφής σε μια παλαιότερη μορφή της ελληνικής γλώσσας (αττικισμός) γεννά ένα μείζον θέμα διάσπασης της χρήσης της Ελληνικής που διαρκεί επί αιώνες (γλωσσική διμορφία) για να εξελιχθεί στους δύο τελευταίους αιώνες σε μια γλωσσική σύγκρουση με χαρακτηριστικά εμφύλιου διχασμού, στο γνωστό `γλωσσικό ζήτημα`. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]