Στην άκρη της αλάνας είχε έναν ψηλό τοίχο, γύρω στα δυόμισι μέτρα, που την χώριζε από ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο. Δεν πηγαίναμε συχνά, γιατί μας φαινόταν ύποπτο και τρομακτικό. Μια μέρα, λοιπόν, εκεί που παίζαμε, πέρασαν τρέχοντας δίπλα μας μια παρέα από έφηβους, ανέβηκαν το τοιχάκι
και χάθηκαν. Τους ξέραμε και τους φοβόμασταν, κλέβανε ποδήλατα, είχαν όλοι σταματήσει το σχολείο και κάπνιζαν. Ύστερα από λίγο μας προσπέρασε ένα παιδί στην ηλικία μας. Έκανε να ανέβει και αυτός το τοιχάκι. Τον σταματήσαμε και ένας από την παρέα μας του είπε: `Φίλε, πρόσεχε. Μη πας από εδώ. Μόλις πήγανε κάτι αλήτες`. Μας κοίταξε καλά-καλά με απορία. `Κι εγώ αλήτης είμαι`, είπε και πήδηξε το τοιχάκι.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]