Πράγματι, όταν ο άνθρωπος τελείωσε με το φίλο του, αφήνοντας τον μισοπεθαμένο, σφουγγίστηκε μ’ ένα δαντελένιο μαντίλι, ήπιε ένα ποτήρι μεταλλικό νερό κι έσπευσε να εξασκήσει επάνω του το θλιβερό του υπούργημα. Αυτή τη φορά ξεπέρασε σε αγριότητα και τον ίδιο τον εαυτό του. Κάρφωνε πάνω στα οπίσθια του αγοριού ένα μάτι άτονο, σχεδόν απαθές. Σήκωνε το χέρι του: εκείνη την ώρα κάτι σαν λάμψη φώτιζε το πρόσωπό του και, με τα χείλη υγρά, τα χαρακτηριστικά συσπασμένα, παραδινόταν στη μέθη του ξύλου. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]