Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα της επιστροφής βασιζόταν σε μια σταθερή έννοια της σημασίας της λέξης `πατρίδα`. Η αίσθηση της λέξης στον Λούπερ είχε επιδεινωθεί με τα χρόνια. Έβλεπε την πατρίδα του όλο και περισσότερο σαν μια απ` τις χαμένες πολιτείες της Αφρικής, μαζί μ` εκείνους τους αφανισμένους οικισμούς που ζούσαν τώρα μόνο στους θρύλους, τη γη του Πουντ, του Κους και τον Ζανγ, και τα κομμάτια της αλήθειας και του μύθου πλεγμένα από κάστρα πάνω σε λόφους, δέρματα τίγρεων, μπρούντζο και διαμάντια. Τον Λούπερ δεν τον ένοιαζε πια αν αυτά τα μέρη υπήρξαν ποτέ ή όχι. Του ήταν πολύ πιο εύκολο να πιστέψει στη Μονοματάπα, το μυθικό χρυσό βασίλειο, στη Ζιμπάμπουε και την παλιά Αζανία.
Μία μέρα, πόλεις σαν το Κέιπ Τάουν, την Πρετόρια και το Τζανίν θα φαίνονται εξίσου απόμακρες, μυθικές και φανταστικές.
`Σταμάτα!` είχε διατάξει ο σταθμάρχης πριν πολλά χρόνια, καθώς ο Λούπερ, παιδί, έσπρωχνε το ποδήλατό του στη γέφυρα. Τη Γέφυρα που σχεδιάστηκε για τους μαύρους. `Είσαι λευκό παιδί; Ή μαύρο;`
`Λευκό`.
`Πήγαινε πίσω! Αυτή είναι η μαύρη γέφυρα. Πήγαινε πίσω και πέρνα απ` τη σωστή`.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]