Το πιο μικρό και νιόφερτο παραμυθάκι που μόλις την προηγούμενη μέρα είχε εκδοθεί, πήγε μπουσουλώντας και μπλέχτηκε μέσα στην κάπα του Αίσωπου. Αυτός έσκυψε με κόπο, το πήρε αγκαλιά και χάιδεψε με ανείπωτη τρυφεράδα τα σγουρά μαλλάκια του. - Εμένα γιατί με άφησε να μπω αυτός ο χοντρός κύριος, παππού; Γιατί αυτό δεν μπορεί να περάσει; Ο Αίσωπος τα έχασε. Από τη μεγάλη του αμηχανία άρχισε να παίζει με την ακρούλα των μαλλιών του μικρού παραμυθιού. Προσπαθούσε να θυμηθεί τι ήταν αυτό που εμπόδιζε το παραμύθι -που δεν είχε γραφτεί ακόμη σε βιβλίο- να μπει στη χώρα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]