Το χρονικό του Μορέως είναι σημάδι πάνω στην πρώτη αρχή του νεοελληνικού· και μ` όλη του την ανθελληνικότητα, τη φραγκοδουλία, τη μισελληνικότητα ασφαλώς ακόμα, είναι μεστό και γενναία νεοελληνικό σημάδι. Παράδοξα έτσι, -μα καθώς πολύ συχνά συμβαίνει το διαλεκτικώτατο τούτο στην Ιστορία- το τόσο αντιφερόμενο κατά της ριζικής υπόστασής μας μαρτυράει μολαταύτα την ισχύ της πρώτης ορμής αυτού του αναγεννώμενου γένους, τις δυνατές εσωτερικές ροπές που το ιθύνουν, το στυλώνουν, το στήνουν εντέλει μες το ζοφερό μεσαίωνα σαν `πραγματικότητα` θεν δε θεν οι αντίπαλοι κ` οι καταχτητές του, φράγκοι και τούρκοι, ανατολικοί και δυτικοί, `πολιτισμένοι` κι απολίτιστοι, `βάρβαροι` και τάχα `ημερωμένοι`. Μες απ` τη βάναυση, τη νόθα κι άλλο τόσο διαρκώς όλο και πιο κακαίσθητα νοθευόμενη γλώσσα του, αυτού του γασμούλου που τη βιάζει ακατάπαυστα και τη στρεβλώνει, τη στραγγαλίζει όπως τούρθει ολοένα (μα και νεοελληνικής μας εντούτοις, που σώζει παραταύτα τους γλυκούς αχούς και τους ρυθμούς της, τα χρώματα τα τροφαντά της κι όλα τα καλόσυνα χαμόγελά της, τα μητρικά μας) μες απ` όλ` αυτά να π` ανθίζη, όσο απίστευτο, εκείνο που γεννιόμαστ` εμείς σιγά-σιγά, που συγκροτείται συνέχεια κι αντιπαλεύει κι αναδύεται όλο και πιο επίμονο, πιο πειστικό πώς `υπάρχει`, σαν υπόσταση αναμφισβήτητα ιστορική εντέλει.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]