(...) Δε θα μιλήσω για το περιεχόμενο της συλλογής. Δικό σας το προνόμιο να τη φυλλομετρήσετε. Τα μοιρολόγια της Μάνης είναι το κελάρι όπου φυλάγονται τα διαμαντικά της ζωντανής γλώσσας. Αλλά δεν μπορώ να μην αναφερθώ μοναχά σε ένα στίχο, που με τύφλωσε με τη φυσική λάμψη του, σαν ένα μονόπετρο -θα τον έλεγα- ανακατεμένο ανάμεσα στα υπόλοιπα διαμαντικά. Τέτοια μια εικόνα ή ποιητική σύλληψη δεν θα την αποτολμούσε (και δεν την αποτόλμησε, όσο ξέρω) κανένας επώνυμος ποιητής. Μπορεί άλλες πολλές, τέτοια όχι: «Σπαθιά να βρέξεις, ουρανέ, μαχαίρια να χιονίσεις». Μοναχά ο ανώνυμος λαός μπορούσε να προχωρήσει ως εκεί, δίχως (αφού την έχει) να υποψιάζεται την τέχνη του, όπως το παιδί (αφού την έχει) δεν υποψιάζεται την αθωότητα του. (...)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]