Βερολίνο του 1928. Τρεις νέοι άντρες, παλιοί γνώριμοι από τα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, συναντώνται μετά από χρόνια στη γερμανική πρωτεύουσα και δουλεύουν μαζί στο συνεργείο αυτοκινήτων που ένας εξ αυτών διατηρεί. Ιδιοκτήτης και εργαζόμενοι νιώθουν ισότιμοι, γιατί πάνω απ` όλα είναι φίλοι. Γιατί πέρασαν μαζί τον πόλεμο, τη φρίκη, γιατί μαζί ξέφυγαν τον θάνατο. Είναι τρεις φίλοι που μοιράζονται τα πάντα. Υποχρεώσεις δεν υπάρχουν, αφού κανείς δεν τολμά να σκεφτεί το αύριο. Χαρές και διασκεδάσεις περιορίζονται στο ποτό, το φαγητό και σε εφήμερες σχέσεις με κοπέλες που έχουν καταλήξει, εξαιτίας της μεγάλης κρίσης, στο πεζοδρόμιο.
Οικογένειες ολόκληρες αυτοκτονούν. Δουλειά και φαγητό δεν υπάρχουν πια και οι σχέσεις των ανθρώπων δοκιμάζονται ανελέητα. Ο καθένας προσπαθεί να εξοντώσει τον άλλον, για μια θέση εργασίας, για ένα μάρκο, για ένα κομμάτι ψωμί.
Σ` αυτές τις συνθήκες της γενικής πείνας και ανέχειας, οι τρεις φίλοι μένουν ενωμένοι.
Όταν η αγαπημένη του ενός αργοπεθαίνει από φυματίωση σε ένα σανατόριο των Άλπεων, οι τρεις τους πωλούν το συνεργείο και το αγαπημένο τους αυτοκίνητο για να αντεπεξέλθουν. Μα ο θάνατος είναι θάνατος και δεν τους χαρίζεται. Η αγαπημένη `φεύγει` και λίγο αργότερα η Τρομοκρατία θα σκοτώσει και έναν ακόμη από τους τρεις συντρόφους. Την πιο αγωνιστική, την πιο ανθρώπινη, την πιο υπέροχη φιγούρα. Το σκοτάδι έχει πέσει για τα καλά, πλέον, στη Γερμανία του Μεσοπολέμου.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]