Η σωστή διάγνωση και ο ακριβής προσδιορισμός της εντόπισης και της έκτασης της νοσολογικής προσβολής του αγγειακού συστήματος αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την κατάλληλη θεραπευτική της αντιμετώπιση. Στην φυσική εξέταση καθώς και στις συμβατικές δοκιμασίες εκτίμησης του αγγειακού συστήματος, έχει προστεθεί και η μέθοδος της υπερηχογραφικής απεικόνισης. Η υπερηχογραφία των αγγείων αποτελεί σήμερα ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο στην προσπάθεια της διαγνωστικής διερεύνησης των ασθενών με νόσο του αρτηριακού καθώς και του φλεβικού συστήματος. Τα πλεονεκτήματά της όπως είναι η μη επεμβατική της φύση, η ευκολία στην διενέργεια της καθώς και η δυνατότητα της επαναλαμβανόμενης εφαρμογής της στην παρακολούθηση της εξέλιξης της αγγειακής νόσου, την έχουν καταστήσει μέθοδο πρώτης γραμμής. Αποτελεί επίσης μια αποτελεσματική σε σχέση με το κόστος της μέθοδο στη διερεύνηση πολλών αγγειακών παθήσεων.
Σήμερα έχει πλέον αποδειχθεί το όφελος της χειρουργικής παρέμβασης τόσο στους συμπτωματικούς όσο και στους ασυμπτωματικούς ασθενείς με σοβαρή καρωτιδική νόσο. Η υπερηχογραφία βοηθά στην ανίχνευση εκείνων των ασθενών που θα ωφεληθούν από αυτή. Στόχος πλέον σήμερα είναι να αυξηθεί ο αριθμός των ασθενών που χειρουργούνται μόνο με βάση τα ευρήματα της υπερηχογραφικής εξέτασης, χωρίς την αναγκαιότητα της προσφυγής στην αγγειογραφία. Σημαντική επίσης είναι η συμβολή της υπερηχογραφίας στην διερεύνηση της αρτηριοπάθειας των κάτω άκρων. Χρησιμοποιείται μαζί με τις μη απεικονιστικές φυσιολογικές δοκιμασίες καθώς και την αγγειογραφία, ενώ συμβάλλει καθοριστικά σε ορισμένες περιπτώσεις όπως στην ανίχνευση κάποιας εντοπισμένης μονήρους στένωσης στα λαγόνια αγγεία η οποία επιδέχεται αντιμετώπισης με αγγειοπλαστική, στην αποσαφήνιση του κατά πόσον η παθολογική πίεση που μετριέται ψηλά στον μηρό οφείλεται σε στένωση αγγείου εισροής ή σε στένωση της επιπολής μηριαίας αρτηρίας, διάκριση που δύσκολα γίνεται διαφορετικά με μη επεμβατική μέθοδο, απαντά στο ερώτημα του αν μια αρτηριογραφικά ανιχνευμένη στένωση είναι αιμοδυναμικά σημαντική, ενώ τέλος σημαντική είναι και η συνεισφορά της στην παρακολούθηση των αρτηριακών παρακαμπτηρίων μοσχευμάτων. Η υπερηχογραφία συμβάλλει επίσης στην διάγνωση της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης σε ένα διογκωμένο ή μη κάτω άκρο καθώς επίσης και στην εκτίμηση της φλεβικής ανεπάρκειας με την ανίχνευση των ανεπαρκών φλεβικών τμημάτων καθώς επίσης και των ανεπαρκών διατιτρωσών φλεβών.
Η υπερηχογραφική εξέταση των αγγείων εξαρτάται κατά πολύ από τον ιατρό που την διενεργεί, όπως επίσης από την σωματική κατασκευή του ασθενούς, καθώς και από τις δυνατότητες του τεχνικού υπερηχογραφικού εξοπλισμού. Το βιβλίο αυτό με την γνώση που παρέχει, βοηθά στην καλύτερη κατάρτιση του ιατρού που διενεργεί το υπερηχογράφημα καθώς και στην κατανόηση των βασικών αρχών της υπερηχογραφίας με βάση τις οποίες θα μπορούν να γίνουν οι καλύτερες τεχνικές ρυθμίσεις της απεικόνισης, με στόχο τη μέγιστη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων του υπερηχογραφικού μηχανήματος για τις συγκεκριμένες συνθήκες της εξέτασης. [...]
(από τον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης)