Πίνω ένα πένθιμο καφέ στου Zonar`s, μ` ένα μάτσο άδειες σελίδες μπροστά μου. Πρέπει να γράψω για τον Παύλο Σιδηρόπουλο και δεν μπορώ. Κοιτάζω το τασάκι με τα αποτσίγαρα, και ένα παρατημένο τσιγάρο να αργοκαίει πάνω στο σωρό, μια μικρή πυρά. Βάζω τα δάκτυλά μου μέσα στα σβυσμένα τσιγάρα και σκαλίζω αφηρημένα. Στάχτες χώνονται στα νύχια μου. Με καίνε τα σωθικά μου από τον καπνό, το στόμα μου στέγνωσε. Ο σερβιτόρος περνάει, ρίχνοντας ένα περιφρονητικό βλέμμα στα χαρτιά μου. Δεν φέρνει νερό. Κοράκιασα από τη δίψα. Δεν αδειάζει το τασάκι, και δεν τολμώ να το αφήσω στο διπλανό τραπέζι και να πάρω το καθαρό. Αριθμώ τις άδειες σελίδες με βρόμικα δάκτυλα, σαν υπνωτισμένη, με τη μεθοδικότητα οστεοφύλακα. Αυτή είναι η λιτανεία του τίποτα. Αυτό είναι κατάρα. Δεν βγάζει πουθενά. Γίνομαι σιγά σιγά κατατονική, αγχώνομαι, θυμώνω. Μου λείπει η ροκ κατάνυξη, μου λείπει μια αλληλουχία σκέψεων και εικόνων. Μου λείπει ύπνος. Με παραλύει μια ανυπόφορη τελειομανία. Τα άδεια χαρτιά μπροστά μου χάσκουν απειλητικά.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]