Η γιαγιά Ράιτ του είχε κάποτε μιλήσει για πράγματα που υπήρχαν εκείνο τον καιρό -μεγάλες ρόδες στα λούνα παρκ, ασανσέρ, σπιρτόκουτα- αλλά αυτά ήταν μονάχα πράγματα. Ήθελε να μάθει για τους ανθρώπους, για τους τόπους που είχε δει, αλλά τώρα πια ήταν αργά. Τα χείλια της σχημάτιζαν μόνο σιωπή. Ένα βράδυ η γιαγιά έπεσε να κοιμηθεί σ` ένα φτηνό ξενοδοχείο στα Δυτικά Νησιά και το πρωί που ξύπνησε ο κόσμος είχε τελειώσει. Από τότε ζούσε στη νοτιότερη περιοχή της Καραντίνας, σε μια εποχή ανάμεσα στους πολιτισμούς, σ` ένα τόπο που η εξουσία αγνοούσε...
Ένα υποβλητικό όραμα για ένα κόσμο μεταπυρηνικό. Ένας ολότελα χειροπιαστός κόσμος αντάμα με την επιστημονική φαντασία - ένα βιβλίο γραμμένο σε γλώσσα ποιητική και σκληρή, παραισθησιακή μα και πολύ συγκεκριμένη. Ο Τζόνσον αποδείχνει ότι κατέχει την τέχνη της γλώσσας και μπορεί να κινείται άνετα ανάμεσα στον ποιητικό και τον πεζό λόγο.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]