Απατεώνες ψαρεύουν κορόιδα και τους τρώνε λεφτά. Κλέφτες στήνουν ολόκληρη παράσταση μπροστά σε αφελή θύματα και τους αδειάζουν τις τσέπες. Γυναίκες εκμεταλλεύονται όσο καλύτερα μπορούν τα καλλίγραμμα κορμιά τους. Άντρες ψωνίζονται μες στο σκοτάδι, βουβά και αόρατα. Ομοφυλόφιλοι. Πόρνες. Πρεζόνια. Ρέιβ πάρτι και παράνομα στέκια.
Στην προσπάθειά του να πάρει πίσω τα λεφτά που κέρδισε από την εκδοτική επιτυχία του πρώτου βιβλίου του, `Τι λέει η Λιλά`, και που του τα βούτηξε κάποιος επιτήδειος, ο Σιμό μπαίνει σ` αυτό τον κόσμο και μας παίρνει μαζί του κι εμάς, κάνοντάς μας να γελάμε, να απορούμε, να σοκαριζόμαστε, να φοβόμαστε. Όπως φοβάται κι ο ίδιος. Γιατί αυτός ο κόσμος δεν είναι περιθώριο, δεν είναι μακρινός και δεν είναι καθόλου `γραφικός`. Είναι βία, απόγνωση, αδιέξοδο. Είναι άνθρωποι χαμένοι στη ζούγκλα του τσιμέντου, της μετανάστευσης, της απομόνωσης, της κάλπικης πολιτικής, της απατηλής πληροφόρησης.
Μετά το `Τι λέει η Λιλά`, ο Σιμό, ο ακόμη `αγνώστων λοιπών στοιχείων` αυτός συγγραφέας, περιγράφει μια σημερινή πραγματικότητα που πολλοί από εμάς δεν την ξέρουν ή θέλουν να την αγνοούν. Και το κάνει με τον εντελώς δικό του τρόπο, ιδιόρρυθμο τόσο στην προσέγγιση και τη ματιά του, όσο και στο ύφος και τη γλώσσα του, όλα πιο `δουλεμένα`, πιο συναρπαστικά, πιο ώριμα αλλά και πάντα φρέσκα στο δεύτερο αυτό βιβλίο του.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]