Ένα βράδυ που τσιμπολογούσαμε σ` ένα ταβερνάκι, δεν ξέρω πως μου ήρθε και πέταξα μια εξυπνάδα: `Άντε πια, να τακτοποιηθείτε, να φάμε κι εμείς κάνα κουφέτο` είπα και σήκωσα το ποτήρι μου ψηλά να ευχηθώ. Ο Μηνάς ξεροκατάπιε και με κλώτσησε κάτω από το τραπέζι. Ο Ανδρέας ανασάλεψε στο κάθισμά του και κοίταξε τη Ναταλία, ενώ εκείνη αρκέστηκε σε μια αόριστη κίνηση του κεφαλιού, που καθένας μπορούσε να την ερμηνεύσει όπως ήθελε. `Θα δούμε` ψέλλισε η ανόητη. Μα τι περίμενε τέλος πάντων; Πέντε χρόνια μεγαλύτερή του ήταν. Κανονικά αυτή έπρεπε να πιέζει. Ο Ανδρέας είχε όλη τη ζωή μπροστά του. `Ο γάμος είναι σαν ένα κάστρο που πολιορκείται. Αυτοί που είναι έξω θέλουν να μπουν μέσα και αυτοί που είναι μέσα θέλουν να βγουν έξω` συμπλήρωσε. `Σωστά` συμφώνησε ήρεμα ο Ανδρέας. `Η ζωή όμως είναι σαν ένα ποτήρι νερό. Άλλοι το βλέπουν μισογεμάτο και άλλοι μισοάδειο. Όλοι όμως το ίδιο πράγμα βλέπουν` είπε και γέμισε το ποτήρι του ίσαμε πάνω. Πίναμε κόκκινο κρασί και καθώς το είδα να κυλά στα ποτήρια τους, μου φάνηκε τόσο ροζέ που ξαφνιάστηκα. Στα δικά τους ποτήρια το κρασί είχε ξεβάψει, στα δικά μας κρατούσε ακόμα το χρώμα του.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]