Τον Αύγουστο του 338 π.Χ. στη στενή πεδιάδα της Χαιρώνειας αντιπαρατάχθηκαν οι Μακεδόνες, με επικεφαλής τον βασιλιά Φίλιππο Β`, με τους άνδρες ενός ετερόκλητου συνασπισμού αποτελούμενου από Θηβαίους, Αθηναίους, Βοιωτούς και Φωκείς. Χάρη στη στρατιωτική ιδιοφυΐα του Φιλίππου Β` και στην ορμητικότητα του νεαρού γιου του, Αλεξάνδρου, του μετέπειτα Μεγάλου, οι Μακεδόνες κέρδισαν μια περιφανή νίκη. Ο ηρωισμός των πολεμιστών της νοτιοελληνικής συμμαχίας δεν ήταν αρκετός για να αναχαιτίσει τη σφοδρή μακεδονική επίθεση. Η παραδοσιακή οπλιτική φάλαγγα αδυνατούσε να αντιμετωπίσει τη νέα μακεδονική φάλαγγα που προέβαλε μέσα από ένα «δάσος» δοράτων. Ο ανθός του επίλεκτου Ιερού Λόχου της Θήβας σφαγιάσθηκε σε μια ανέλπιδη για τον ίδιο σύγκρουση.
Φαινομενικά η μάχη της Χαιρώνειας δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα ακόμη ενδεικτικό επεισόδιο της ατέρμονης αδελφοκτόνας πάλης των Ελλήνων. Ωστόσο οι προεκτάσεις της είχαν τεράστια σημασία.
Για τους νότιους Έλληνες αποτέλεσε έναν θλιβερό σταθμό, καθώς η μοίρα τους πέρασε πλέον στα χέρια του Μακεδόνα βασιλιά. Υπό άλλο πρίσμα, όμως, η μάχη άνοιξε τον δρόμο προς μια νέα εποχή, την ελληνιστική, με ηγεμονεύουσα δύναμη τον μακεδονικό ελληνισμό.
Η χώρα, για πρώτη φορά ενωμένη και με όλη της τη ζωτικότητα ήταν έτοιμη για τη μεγάλη ασιατική περιπέτεια.
Στο βιβλίο αυτό αποκαλύπτεται το στρατηγικό σχέδιο του Φιλίππου Β` για την ενοποίηση της Ελλάδας. Παράλληλα καταγράφεται η αντίδραση των πόλεων κρατών της νότιας Ελλάδας. Αναλύεται η μάχη και αναδεικνύεται η ανώτερη τακτική των Μακεδόνων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η «ανάγνωση» της μάχης από τη μεταγενέστερη και σύγχρονη βιβλιογραφία. Η προσπάθεια οικειοποίησης της αρχαίας μακεδονικής ιστορίας από το κράτος των Σκοπίων καθιστά τη μάχη της Χαιρώνειας ως ένα από τα κομβικά σημεία αντιπαράθεσης.
Το αποκαλυπτικό αφιέρωμα εμπλουτίζεται με σύγχρονες φωτογραφίες του πεδίου της μάχης, πρωτότυπους χάρτες και εξαιρετικές αναπαραστάσεις στολών του διακεκριμένου εικονογράφου Χρήστου Γιαννόπουλου.