Μέσα σ` ούλο αυτό το πατιρντί, έπρεπε να διαλέξουμε από το βιος μας μονάχα όσα μπόρεγαν να κουβαληθούν. Μα πώς να ξεχωρίσεις το βιος σου, όντας ούλα είναι ένα κομμάτι από την ψυχή σου; Που να έβρεις το κουράγιο; Ούλα τ` αγαπάς σαν τα παιδιά σου. Μπορείς να διαλέξεις απ` τα παιδιά σου; Όπου γύριζα, έβλεπα πράματα που δεν ήθελα να τ` αποχωριστώ. Ακόμα και τα άψυχα, εκείνην την ώρα ήτανε ψυχωμένα. Είχανε μιλιά και μ` έκρεναν. Γύρευαν να τα πάρω μαζί μου. Μα τι μπορείς να χωρέσεις μέσα σ` ένα μπόγο; Το σπίτι σου, το βιος σου, τον τόπο σου, τα μνήματα των εδικών σου; Και τα σκέδια που έκαμες για τη ζωή; Ούλα αυτά ο μπόγος δεν τα χωρεί. Γι` αυτό, τα σφαλείς βαθιά μέσα στην ψυχή σου και φεύγεις! Μα η ψυχή νιώθει στενάχωρα με τόσο βαρύ φορτίο και για αναπαμό της στα φέρνει στον ύπνο, στον ξύπνο, στην κουβέντα, στα ονείρατα. Τα έχεις ομπρός σου, ίσαμε να σφαλίσεις τα μάτια. Εξόν και καταφέρεις να βάλεις ένα μπόλι «απ’ την Πατρίδα» στην ψυχή των παιδιών σου και των εγγονιών σου. Τότες, μονάχα, η ψυχή ξαλαφρώνει κι αναπαύεται. Τότες είναι σίγουρη πως ούλα, όσα δε χώραγαν στο μπόγο κι απόμειναν «στην Πατρίδα», δε χάθηκαν ολότελα και παντοτινά. Δε θα τα σκεπάσει της λησμονιάς το σάβανο. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]