Στις λεπτομέρειες συναντιόμαστε, μέσα στους πέντε δρόμους ή στις πέντε γραμμές, στο πεντάγραμμο μιας μεθυσμένης τζαζ κατά το σούρουπο.
Στις ξεκούρδιστες νότες, στις ασύντακτες βρισκόμαστε, στα μικροπράγματα ερωτευόμαστε, στα ασήμαντα πράγματα.
Κυλιόμενες σκάλες, μια ρωγμή στο μετρό, παντόφλες, πιτζάμες, ένα βάζο τουρσί στο ψυγείο, το σάντουιτς, ένα παλιό αγαπημένο βιβλίο, το μαχαίρι το όπλο, παιδική ηλικία, το σχήμα του στήθους σου, οι φωνές στο κεφάλι, χο-χο, μια παρέλαση κραυγή απορία, ξαπλωμένη στην ήβη μια ζεστή αγωνία.
Με κάτι τέτοια υλικά σκαρώνουν το χάρτη τους για να βρεθούν ο Τένγκο και η Αομάμε.
Μα ώσπου να σμίξουν, σμίγει ο χρόνος με τον τόπο, το ημερολόγιο με το χάρτη, η κλεψύδρα με την πυξίδα, σμίγουν τρελαίνονται, γίνονται ο αληθινός εαυτός τους και ανατινάζονται σε δυο χλωμά και πράσινα φεγγάρια από χαρτί.
Και δεν τελειώνουν, δεν τελειώνουν ποτέ.
Ούτε το αριστουργηματικό magnum opus του Χαρούκι Μουρακάμι τελειώνει, όχι στ’ αλήθεια. Απλώς, η αφήγηση χαμηλώνει το βλέμμα και κρύβεται έτσι όπως της αρέσει να κάνει, κρύβεται ανάμεσα στο μέγα Ποτέ και το μικρότατο Πάντα, ανασαίνει, νοσταλγεί, ονειρεύεται και σωπαίνει θριαμβεύοντας ερωτικά, αδιάλλακτα. Μετά, ξεσπιτώνεται πάλι και βγαίνει στους δρόμους, φιλέρημη απορημένη ερωτόληπτη, η αφήγηση βγαίνει στο αδέξιο πεντάγραμμο της τζαζ και συνεχίζει, και συνεχίζεται.
Κι έτσι ανταμώνουμε, κι έτσι ερωτευόμαστε πάλι...