Η θεία Κάλλη είχε το άρωμα της άγιας γυναικείας φύσης. Απ` την παλέτα του Βορρά είχαν χρωματιστεί τα μάτια της με πράσινο προς το θαλασσί, πάνω σ` ένα λευκόξανθο αφράτο φόντο. Δεκάξι χρόνων ήρθε προσφυγοπούλα από τη μακρινή Ρωσία, λίγα χρόνια μετά την Επανάσταση. Ο σύντροφός της χάθηκε αργότερα, ενώ ήταν παράνομος στη διάρκεια της Κατοχής. Εκείνη πέρασε στην Αντίσταση, προκαλώντας δολιοφθορές, κυνηγώντας δωσίλογους και ταγματασφαλίτες, έναν παπά που βίαζε ανήλικα κορίτσια, κάποιον χαφιέ που `βγάζε το παιδί του στο κλαρί, και πολλούς άλλους που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή.
Τότε η πρώιμη εφηβεία μου είχε χτυπήσει ανεπιτυχώς το μεθοριακό φυλάκιο της ώριμης ηλικίας.
Η Αθήνα και ο Πειραιάς πάλευαν να επιβιώσουν από την πείνα και τους βομβαρδισμούς.
Η θεία πάλευε ανάμεσα στην εγκράτεια και την ερωτική υπέρβαση και, ιδεολογικά, ανάμεσα στον Στάλιν και τον Τρότσκι. Εγώ όμως πάλευα σε πιο θολά νερά: στη φαντασία μου, ανάμεσα στα σκέλη της, όπως εκείνη τη βραδιά. Καθόλου δεν με φόβιζε η αρχή, όσο με τρόμαζε η συνέχειά της.
Μια επανάσταση τυφλή κι απελπισμένη. Εκείνη η άνοιξη με έβρισκε άοπλο και ανέτοιμο απέναντι στα μυστικά μηνύματά της.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]