Κάπα ή δερμάτινος χιτώνας
Η γνωστή παροιμία: "Έβαλε ο λύκος την κάπα του βοσκού και έφαγε τα πρόβατα". Όταν ήμουν μικρός, και ο πιο άσημος μεταξύ των αδερφών μου, φυλούσα τα πρόβατα του πατέρα μου, και από έναν γερο-άγνωστο βοσκό έμαθα την πιο πάνω παροιμία.
Όταν έγινα έφηβος, εστάθη μπροστά μου άγγελος του Κυρίου ολόλευκα, λευκά ντυμένος και είπε σε εμένα τον άσημο βοσκό: "Χαίρε πρόβατο και βοσκέ, βοσκέ και πρόβατο χαίρε. Είμαι σταλμένος να σου πω ότι φυλάς λάθος πρόβατα, καιρός έρχεται να φύγεις. Πρόβατο εσύ, βοσκός εσύ, να χωρίσεις, σαν πρόβατο που είσαι, τα πρόβατα από τους λύκους. Να χωρίσεις, βοσκός εσύ, τους λύκους από τα πρόβατα, να πετάξεις να σχίσεις την κάπα έως τα βάθη, να φανούν ποια είναι τα πρόβατα, να φανούν ποιοι είναι οι λύκοι. Η παροιμία σου είναι γνωστή".
Ο καιρός πέρασε. Όταν άντρωσα και ήρθε ο κατάλληλος καιρός άφησα τα πρόβατα και ποίμανα μέρος από τα αληθινά πρόβατα που είχα σταλθεί να χωρίσω. Και όπως είχα εντολή, έβγαζα την κάπα, τον δερμάτινο χιτώνα των προβάτων-ανθρώπων και αντίκρισα το αναντίκριτο. Ο άνθρωπος έβαλε την κάπα του ανθρώπου, ο άνθρωπος φόρεσε την κάπα, τον δερμάτινο χιτώνα τού βοσκού, ο άνθρωπος ντύθηκε το ανθρώπινο πρόβατο. Ήταν, όμως, λύκος, λύκος κρυμμένος κάτω από την κάπα, το δερμάτινο χιτώνα του βοσκού. Οι λύκοι που ξεσκέπασα, που τους έσκισα το χιτώνα που παρανόμως φορούσαν, το ένδυμα του επιφανειακού δερμάτινου χιτώνα των ανθρώπων, μη αντέχοντας το αντίκρισμα του βοσκού έπεσαν επάνω μου. Με κατέσχισαν και χάρηκαν γι` αυτό που έκαναν, με γέμισαν λυκίσιες δαγκωνιές και χάρηκαν βλέποντας με να στάζω αίμα. Με κύκλωσαν γύρω μου από παντού, τον δρόμο μου έκλεισαν δείχνοντας μου τα δόντια τους. Χαμογέλασαν βλέποντας με να σκύβω το κεφάλι, χαμογέλασαν ως λύκοι, σίγουροι για το θήραμα-πρόβατο που έβλεπαν στη μέση του κύκλου. Και είδαν εμένα τον βοσκό να γονατίζω και έγλείψαν τις γλώσσες στα χείλη τους.
Έσκυψα, γονάτισα, διότι σαν βοσκός εγώ φέρω φωτιά μαζί μου. Διότι ο Θεός, το υπέρτατο Ον. αγάπησε τα πρόβατα και έστειλε στα πρόβατα τον βοσκό. Διότι ο Θεός, το υπέρτατο Oν, αγάπησε το βοσκό που σαν άλαλο και αγαθό πρόβατο πράπει εν πράξει το σκοπό του. Και του χάρισε φωτιά να ζεσταίνεται στους χειμώνες και στις αντίξοες συνθήκες της ζωής του. Του χάρισε φωτιά για κάθε σκοπό που ορίζει ο βοσκό ς και έγινε ο Θεός, το υπέρτατο Ον, Θεός-βοσκός για το βοσκό.
Παγκόσμιε άνθρωπε και παγκόσμιε λύκε, φέρω μαζί μου φωτιά Θεού, δεν έσκυψα από αδυναμία. δεν έκλαψα από φόβο, δε γονάτισα από τα δόντια σου. Έσκυψα, γονάτισα, φωτιά άναψα. Διότι βοσκός εγώ έχω βοσκό μου το Θεό, το υπέρτατο Ον, και η φωτιά Του μου είναι δοσμένη. Μ` αυτή θα σε κάψω και όχι μόνον θα σκίσω και όχι μόνον θα βγάλω την κάπα, τον δερμάτινο χιτώνα. που υπούλως και παρανόμως φοράς...
Και εδώ τελειώνουν τα λόγια, κλείνουν, σβήνουν τα λυκίσια χαμόγελα, εμπρός στη φωτιά. Η κάπα στη φωτιά. Το πρόβατο θα ζεσταθεί κοντά στο βοσκό. Οι λύκοι θα καούν απ` τη φωτιά του βοσκού. Και όσοι δεν καούν, θα παγώνουν, θα ψύχονται στο σκοτάδι των ψυχών τους, στις παγωμένες τους κορυφές που αυτοί όρισαν. Και τα πρόβατα γνωρίζουν το βοσκό και ο βοσκός τα πρόβατα. Και ο καλός βοσκός δίνει τη ζωή του για τα πρόβατα. Έτσι και εγώ, εφόσον και εάν χρειαστεί για τα πρόβατα, δίνω και τη ζωή μου.